-
1 σφῦρα
Grammatical information: f.Meaning: `hammer, beetle' (γ 434, Hes. Op. 425, Hdt., A., com., Arist.), metaph. `strip of earth between two furrows' (Poll. 7, 145), as surface-measure (Daulis IIp), = τῆς σπορίμου γῆς τὸ μέτρον with ὁμό-σφυρος = ὁμόχωρος H.; name of a fish H. (cf. σφύραινα below).Compounds: Compp., e.g. σφυρ-ήλατος `wrought with the hammer, of wrought labour, sound' (Hdt., Pi., A., Pl. etc.) with - έω (Ph.).Derivatives: Demin. σφυρ-ίον n. (hell.), σφύρ-αινα f. name of a fish, bicuda (Stratt., Arist. etc.), after the form of the body (Strömberg 35); - ηδόν `hammer-like' (Philostr.); - ωσις f. `the hammering, forging' (Didyma IIa), = δίάροσις H., - ήματα τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῖται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As zero grade formation beside σφαῖρα σφῦρα belongs prob. like σφυρόν (s. v.) to σπαίρω a. cogn. [impossible because of the σφ-]. As in the case of σφαῖρα, σπεῖρα, μοῖρα a.o. the formal proceß remains unclear; PGr. *σφύρ-ι̯α beside σφυρ-όν can be understood both as primary deriv. "the beating, bumping" and as secondary deriv. "beating, bumping apparatus, (hand)hammer, stamper". On an older word for `stone hammer' s. ἄκμων. Cf. also τύκος.Page in Frisk: 2,834-835Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφῦρα
-
2 σφαῖρα
Grammatical information: f.Meaning: `sphere, ball, balls in a boxing-glove, globe' (Od.).Compounds: Compp., e.g. σφαιρο-ειδής `spherical' (IA.), ἐπί-σφαιρα n. pl. `leather coating of boxing-balls, boxing-gloves', also of the cover of the point of a sword (Plb., Plu.).Derivatives: 1. σφαιρ-ηδόν `like a ball, sphere' (Ν 204 a. o.) 2. - ίον dimin. (Pl. Ep., hell. a. late). 3. - εύς m. des. of young men in Sparta (after the boxing-gloves; Paus., inscr.; Bosshardt 75). 4. - ικός (Archyt., Arist. etc.; Chantraine Études 131 f.), - ειος (Arist.-comm.) `spherical'. 5. - ῖτις κυπάρισσος (Gal.; after the form of the fruits?, cf. Redard 77); *-ίτης ( ἄρτος) in Lat. spaerīta m. kind of cake (Cato; Leumann Sprache 1, 206 = Kl. Schr. 173). 6. - ών, - ῶνος m. `round fishing-net' (Opp.), 7. - ίζω ( ἀντι-, δια-, συν-) `to play at ball' (Att.; φαιρίδδειν σφαιρίζειν H.) with - ισις (Arist.), - ισμός (Artem.), - ισμα (Eust.) `ball-game', - ιστής `ball-player', - ιστικός `belonging to a ball-game', - ιστήριον `ball-court, -house', - ίστρα `id.' (hell. a. late). 8. - όομαι, - όω ( ἀπο-, δια-, ἐν-) `to be round, to round off, to provide with a round edge' (X., Arist., hell. a. late) with - ωμα `rounded body' (Arist. a.o.), - ωσις `sphere-formation' (late), - ωτήρ, - ῆρος m. "rounded object", `knob, bulb or such' (Tab. Heracl., hell. pap.); s. Solmsen IF 31, 492ff.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like πεῖρα, σπεῖρα, μοῖρα a.o. (s. vv. w. lit.). -- No agreement outside Greek. If prop. referring to the quick movement of a ball, one could connect σφαῖρα to σπαίρω a. cognates; s. v. w. further lit. Attempts, to explains the variation σπ- σφαῖρα σφ-, in Hiersche Ten. aspiratae 196 f. [improbable] Cf. also σφῦρα, σφυρόν and σπύραθοι, σπυράδες [Pre-Greek]. -- From σφαῖρα Syr. êspērō, Aethiop. ṣpīr (Schwyzer 159 a. 161), Arm. sp`er̄ (from where Georg. spero; Bailey Trans. Phil. Soc. 1945, 28). On σφαῖρα in gen. s. Hommel Gymn. 56, 201 ff., S. Mendner Das Ballspiel im Leben der Völker (Münster 1956) 77ff. -- Connection with σπαίρω is improbable.Page in Frisk: 2,826-827Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφαῖρα
См. также в других словарях:
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφύρα — η, ΝΜΑ το σφυρί νεοελλ. 1. στρ. εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού στα πυροβόλα όπλα το οποίο ενισχύει την κρουστική ενέργεια τού επικρουστήρα 2. ανατ. ένα από τρία μικρά οστά τού μέσου αφτιού το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητά του με το … Dictionary of Greek
σφύρα — η 1. σφυρί. 2. ένα από τα τρία οστά του αυτιού. 3. επικρουστήρας του όπλου. 4. μεταλλική σφαίρα δεμένη με αλυσίδα που χρησιμοποιείται σε ένα είδος αθλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
σφυροβολία — Αθλητικό αγώνισμα στο οποίο νικητής θεωρείται ο αθλητής εκείνος που θα ρίξει σε μεγαλύτερη απόσταση τη σφύρα. Αποτελεί ένα από τα τέσσερα αγωνίσματα των ρίψεων (τα υπόλοιπα είναι η σφαιροβολία, ο ακοντισμός και η δισκοβολία) και καθιερώθηκε στους … Dictionary of Greek
σφυρό — το / σφυρόν, ΝΜΑ καθεμιά από τις οστεώδεις προεξοχές τού κάτω άκρου τού οστού τής κνήμης και τής περόνης από τις οποίες η έσω, που είναι και παχύτερη, αποτελεί απόφυση τού κυρίως κνημικού οστού, ενώ η έξω, που είναι και πιο λεπτή, αποτελεί… … Dictionary of Greek
γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα … Dictionary of Greek